ρεστοράν

ρεστοράν
το, Ν
(ακλ.) εστιατόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. restaurant < restaurer (< λατ. restauro «ανακαινίζω, ανανεώνω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαγκόν ρεστοράν — το (λ. γαλλ.), βαγόνι αμαξοστοιχίας που χρησιμεύει ως εστιατόριο: Η αμαξοστοιχία διαθέτει και βαγκόν ρεστοράν! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”